- σενάριο
- Σχέδιο υπόθεσης, που αποτελεί τη βάση για μια θεατρική παράσταση αυτοσχεδιασμού. Πρόκειται για σύντομη έκθεση του περιεχομένου του έργου, χωρίς διαλόγους. Σ. χρησιμοποιούν κυρίως τα θέατρα παντομίμας και κομέντια ντελ άρτε.
Στον κινηματογράφο σ. είναι το κείμενο που πρόκειται να μεταφερθεί στην οθόνη με τη βοήθεια των εκφραστικών μέσων που διαθέτει η 7η τέχνη. Υπάρχουν δύο σ. για κάθε έργο, το λογοτεχνικό και το σκηνοθετικό. Το δεύτερο προκαθορίζει σε μεγάλο βαθμό το ρυθμό, το είδος και την ατμόσφαιρα της μέλλουσας ταινίας.
Ο όρος σ. χρησιμοποιείται και στο μπαλέτο και σημαίνει τη λεπτομερειακή έκθεση της υπόθεσης με περιγραφή των χορευτικών κομματιών και των σκηνών παντομίμας. Τέλος, σ. στο μελόδραμα λέγεται το λιμπρέτο.
* * *το, Ν1. γραπτή περιγραφή τής υπόθεσης και τής πλοκής ενός κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού έργου, που μπορεί να ακολουθεί ακριβώς την χρονική διάρκεια και να καταγράφει λεπτομερώς τον διάλογο, τα σκηνικά εφέ, την κίνηση τής μηχανής και άλλα στοιχεία ή μόνον τον διάλογο και την οπτική δράση2. πιθανή εξέλιξη ή τροπή μιας κατάστασης («τα σενάρια γύρω από το τί θα ακολουθήσει μετά τις εκλογές υπήρξαν πολλά»)3. φρ. «ραδιοφωνικό σενάριο» — προσαρμογή τού κειμένου ενός θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου στις ανάγκες τής ραδιοφωνικής μετάδοσής του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scenario < λατ. scaenarium «σκηνικό» < scaena < σκηνή*].
Dictionary of Greek. 2013.